συμποτικοί

συμποτικοί
συμποτικός
convivial
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμποτικός — ή, ό / συμποτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμπότης] αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε συμπόσιο (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική μουσική», Φιλόδ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ συμποτικός αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που τού αρέσουν τα συμπόσια 2.… …   Dictionary of Greek

  • ПЕРСЕЙ —     ПЕРСЕЙ (Περσαῖος) из Кития (ок. 300 ок. 243 до н. э.), стоик, ученик и воспитанник Зенона из Кития (согласно господствующей версии, был его домашним рабом D. L. VII 36; Athen. IV, 162b). Долгое время жил при дворе Антигона Гоната и был… …   Античная философия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”